αναβολικά

αναβολικά
τα
συνθετικές ουσίες (ορμόνες) που δημιουργούν πρωτεΐνες και οδηγούν σε αύξηση της μυϊκής μάζας και της δύναμης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχυσαρκία — (Ιατρ.). Παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά μεταξύ των 40 και 50 ετών, αλλά καμιά φορά και από την παιδική ηλικία: (είναι συχνότερη στις γυναίκες και συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”